- αμυγδαλίτης
- ο [αμυγδαλή]1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλίτεςοι αμυγδαλές τού λαιμού2. φλεγμονή τών αμυγδαλών, αμυγδαλίτιδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμυγδαλίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδαλή — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek